Κρατά την ανάσα του και περιμένει.
Δυο, τρία, πέντε βήματα. Το πλήθος τον προσπερνά αδιάφορα, και τα πολύχρωμα φώτα μπλέκονται με τις φωνές και τις ανάσες και τον μπερδεύουν.
Άλλα δυο βήματα και λίγο ακόμα διοξείδιο του άνθρακα στον εγκέφαλο.
Ιδρώτας. Οι ήχοι δεν είναι πια τόσο ξεκάθαροι.
Άλλα τρία βήματα. Ακούει σφυρίγματα.
Θα πέσει. Γυρίζει πίσω. Αναπνοή.
Το βλέμμα του πλανιέται στο χώρο, τα χρώματα αποκτούν ξανά τη λάμψη τους.
Παύση. Ανοιγοκλείνει τα μάτια.
Μαζεύεται υγρό, δεν το ελέγχει. Ξαφνικά αρχίζει να στάζει. Στο πάτωμα. Στο ταβάνι. Στους τοίχους.
Σχηματίζει παχύρρευστες λιμνούλες. Μεγαλώνουν.
Σε λίγο θα γεμίσουν το χώρο.
Οι δυο βαθιές τρύπες στη θέση των ματιών μετατρέπονται σε καταρράχτες. Το υγρό φτάνει μέχρι επάνω.
Άλλα δυο βήματα. Η πόρτα.
Αναπνοή. Όχι. Αυτή τη φορά θα πέσει.
Κι άλλη αναπνοή. Το σφύριγμα στ' αυτιά του δυναμώνει.
Το υγρό, πρέπει να σταματήσει το υγρό.
Μαζεύεται κι άλλο. Δε μπορεί να κάνει τίποτα.
Το βλέπει να απλώνεται.
Η πόρτα. Τέσσερα βήματα.
Φως.
Οι φωνές σωπαίνουν, μένει μόνο το σφύριγμα.
Δυο βήματα ακόμα. Δεν υπάρχει πόμολο.
Το υγρό καταλαμβάνει το χώρο. Κλείνει τα μάτια.
Πέφτει. Αναπνοή. Το υγρό εισβάλλει στους πνεύμονες.
Φως. Η πόρτα.
Ο κόσμος μεταλλάσσεται σε ένα εύπλαστο, κολλώδες υλικό που γίνεται ένα με το υγρό που βγαίνει από το κεφάλι του.
Παύση.